- Ο Μάρτης τέλειωσε.Στο χέρι μου φορώ ακόμα το μάρτη από άσπρη και κόκκινη κλωστή τυλιγμένη, για να μην με μαυρίσει ο ήλιος. Έτσι μας λέγανε από μικρές, έτσι πίστευα και έτσι πιστεύω ακόμα.Εδώ πίστευα, ότι η χελιδόνα μου έφερνε δώρα, δεν θα πίστευα ότι η κόκκινη και άσπρη κλωστή δεν θα άφηνε τον ήλιο να με μαυρίσει!!!Από τα μέσα του Μάρτη, κάθε μέρα, κοιτάω τον ουρανό, να δω αν ήρθαν τα χελιδόνια.Από μικρή έμαθα να αγαπώ πολύ τα χελιδόνια, γιατί κάθε χρόνο με τον ερχομό τους μου έφερναν δώρα.Έψαχνα και ψάχνω στον ουρανό, να αναγνωρίσω την δική μου χελιδόνα. Αυτή την καλή και γεμάτη δώρα χελιδόνα. Πώς να την αναγνωρίσω όμως, που ποτέ δεν την έχω δει;Κάθε χρόνο, μόλις τελείωνε ο Μάρτης, έτρεχα στο σπίτι του παππού μου του Γιάννη.Μας έβαζε ο παππούς να κρύψουμε το μάρτη από το χέρι μας, κάτω από μια πέτρα. Βάζαμε και σημάδι, ποια πέτρα ήταν η δικιά μας, για να την βρούμε εύκολα και να μην μπερδεύει ο ένας την πέτρα του αλλουνού. Γιατί από πέτρες, άλλο τίποτε!Όλη η αυλή και όλο το χωριό γεμάτο πέτρες ήτανε. Μικρές, μεγάλες, κοτρόνες ανώμαλες, πέτρες πλατειές και λείες για κουτσό, πέτρες στρογγυλές για κουρτουλούσια…ότι ήθελες.Πώς να ξεχωρίσεις την δική σου αν δεν βάλεις σημάδι;Εγώ διάλεγα πάντα μια μεγάλη και ανώμαλη πέτρα, για να έχει ανοίγματα και να μπορεί η χελιδόνα να βάλει το κεφάλι της και να αφήσει το δώρο μου.Τρέχαμε μετά να κρυφτούμε μέσα στο σπίτι, μη μας δει η χελιδόνα και τρομάξει και πάει σ΄άλλο σπίτι.Στο κελάρι μας έκρυβε ο παππούς, εκεί που δεν είχε κανένα παράθυρο, μαζί με τα τουλούμια, τα τυριά και τα λάδια, κάτω από τις κρεμασμένες σανίδες με τα ψωμιά τα πλαστά επάνω που μοσχοβολούσαν.Πριν μπώ στο σπίτι, κοίταγα καλά γύρω, μην είναι κανένας άλλος στη αυλή και τρομάξει τα πουλιά.Είχα μια αγωνία, όταν έβλεπα την θεία Μαρίκα του Παπαχριστοδούλου, να στέκεται πίσω από το παράθυρο του σπιτιού της, δίπλα από το σπίτι του παππού και να μας κοιτάει χαμογελαστή…Πως μας έπαιρνε είδηση και κάθε φορά ήταν πίσω από το παράθυρο, δεν μπορούσα να καταλάβω. Νόμιζα ότι θα τα τρομάξει και θα φύγουν. Ήθελα να της πώ να φύγει από το παράθυρο, αλλά δεν τολμούσα.Η αλήθεια όμως είναι ότι ποτέ δεν τα τρόμαξε. Ίσως επειδή ήταν πολύ καλή και τα πουλιά την αγαπούσαν, ή ίσως να κρύβονταν και αυτή μόλις εμείς τα παιδιά φεύγαμε.Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο τις χαρές που κάναμε, όταν μετά από πολύ ώρα απομόνωσης και αγωνίας, ο παππούς μας φώναζε να βγούμε από την κρυψώνα, γιατί είχε δει έλεγε τις χελιδόνες μας, να τριγυρνάνε στην αυλή και να κάθονται πάνω σε κάτι πέτρες.Τρέχαμε σαν τρελά όλα τα εγγόνια και ψάχναμε τα σημάδια που είχαμε βάλει, γιατί οι κλωστές από το μάρτη είχα εξαφανιστεί. Τις έπαιρναν τα χελιδόνια. Έτσι ήταν. Άφηναν τα δώρα και έπαιρναν το μάρτη.[Τώρα, πως εγώ, είδα μια φορά, μια κόκκινη και άσπρη κλωστή να προεξέχει από το τσεπάκι του γιλέκου του παππού, δεν ξέρω. Ίσως… λέω ίσως… να έπεσε από το ράμφος της χελιδόνας πάνω στα ρούχα του παππού, την ώρα που έφευγε!]Πότε μισό φράγκο ήταν το δώρο, πότε καραμέλες, πότε καμιά σοκολάτα μικρή, πλατειά ΙΟΝ.Τι χαρά, τι ξεφωνητά, μ΄αυτά τα τόσο μικρά , μα τόσο σημαντικά για μας δώρα!Θυμάμαι μια φορά, η θεία μου η Σούλη, είχε κρυμμένη την αδελφή μου την Θοδώρα, κάτω από ένα τραπέζι, σκεπασμένο με ένα μακρύ δαμάσκο τραπεζομάντηλο, και την παίδευε πολύ ώρα.Κρυμμένη η ίδια πίσω από ένα παράθυρο, ξεφώνιζε όλο χαρά.-Την βλέπω…την βλέπω Θοδωρίτσα την χελιδόνα…Όλο τριγυρνάει γύρω γύρω.Τώρα ψάχνει…ψάχνει να βρεί την πέτρα σου…Έτρεμε η Θοδώρα ολόκληρη από αγωνία μην δεν την βρεί και φύγει.-Αχ… κρίμα…δεν την βρήκε, φεύγει…Έφευγε και το χρώμα από το πρόσωπο της Θοδώρας.-Νάτη…νάτη…ξαναήρθε…ξαναήρθε…μην κουνιέσαι καθόλου, ξεφώνιζε η θεία.Χαρά πάλι η Θοδώρα, άρχιζε το τρέμουλο της αναμονής. Όχι απλώς δεν κουνιόταν μα ούτε ανάσα δεν έπαιρνε και το παιχνίδι συνεχίζονταν για πολύ ώρα.-Αχ ,να…την βλέπω…την βλέπω πάλι…κάτι κρατάει στο ράμφος της, να…τώρα το αφήνει…φεύγει…Τρέχα Θοδωρίτσα, τρέχα…Έτρεχε η Θοδωρίτσα και έκλαιγε με δάκρυα χαράς, για το σακουλάκι με τις καραμέλες που βρήκε κάτω από την πέτρα. Το κρατούσε στα χεράκια της και ακόμα έτρεχε, να μοιραστεί την χαρά της με τα άλλα παιδιά, να δει τι έφεραν και σ΄αυτά οι δικές τους χελιδόνες.>θα έλεγε στην παρέα όταν θα έτρωγε τις καραμέλες, για να μην της ζητάνε και τα άλλα παιδιά.Πώς να μην τα αγαπάω τα χελιδόνια, με τα τόσα δώρα που μου έφεραν!Γι΄ αυτό και γω, όταν έχτισα το δικό μου σπίτι, τα άφησα να χτίσουν την φωλιά τους στο μπαλκόνι μου και ας γεμίζουν κουτσουλιές.Στρώνω εφημερίδες για να κουτσουλάνε επάνω και τις αλλάζω κάθε μέρα.-Τι τις στρώνεις τις εφημερίδες πάνω στα μάρμαρα; Με ρωτούν οι γείτονες.-Για να διαβάζουν τα νέα τα πουλιά…τους απαντώ.Μα οι φωλιές έγιναν πολλές, πέντε παρακαλώ! Ολόκληρη πολυκατοικία έχουν κάνει, με την μια φωλιά χτισμένη δίπλα ή πάνω στην άλλη.Μα εγώ δεν τολμώ να τις γκρεμίσω.-Τι τις κρατάς; Μου λένε οι φίλες μου. Μόνο βρωμιά είναι...-Μόνο δώρα είναι τις απαντώ εγώ. Είναι τα χελιδόνια της χαράς.Με κοιτούν περίεργα και κάπως ειρωνικά.Που να καταλάβουν αυτές; Σίγουρα, δεν τις έφερε ποτέ, καμία χελιδόνα δώρα.Εμένα όμως, όπως και όλα τα παιδιά τις Μικρόπολης , πάντα μου έφερναν δώρα.Γι΄αυτό και τα αγαπώ.Γι΄αυτό και κάθε μέρα καθαρίζω τις κουτσουλιές τους.Γι΄αυτό και η κόρη μου, αν και μακριά, μεγάλη τώρα, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με ρωτά στο τηλέφωνο-Μαμά, ήρθαν οι συγκάτοικοι;-Ήρθαν της απαντώ και γω τους έστρωσα τα χαλιά από εφημερίδες.Όπου και αν είστε Μικροπολιώτες, κοιτάξτε τον ουρανό. Ίσως εκεί γύρω, τριγυρνάει και η δική σας χελιδόνα και σας ψάχνει. Μην την διώξετε.Μπορεί και νάναι ο παππούς σας ή η μαμά σας η χελιδόνα. Μα εσείς, κάνετε ότι δεν το ξέρετε. Μην δείξετε ότι τώρα που μεγαλώσατε, όλα πια τα καταλάβατε!!!
Από την Κούλα Καρνετσή
Παρασκευή 3 Απριλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου